October 31, 2011

Frankfurter Weltanschauung

Με έναν ειρωνικό τρόπο, το όνομα της διάσημης πόλης βρέθηκε πίσω από σημαντικές όψεις της ελληνικής περιπέτειας, δηλαδή της επιχείρησης αποκατάστασης της μονοπωλιακής κερδοφορίας που περνά από τη με γοργούς ρυθμούς αποφασιστική υποβάθμιση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Η υποβάθμιση προκύπτει ως μοναδικό αποτέλεσμα (outcome) της αποσκοπούμενης αποκατάστασης της καπιταλιστικής κερδοφορίας (μ'άλλα λόγια: του ξεπεράσματος της κρίσης), που με τη σειρά της περνά από τα αποφασισμένα μέτρα της «ελεγχόμενης» καταστροφής κεφαλαίου, της ανόδου του βαθμού εκμετάλευσης της εργασίας με τη μείωση των απολαβών και της απαξίωσής της ώς βαθμού μερικής καταστροφής.
Για να ολοκληρωθεί ο αποφθεγματικής συμπύκνωσης ονοματισμός της συγκυρίας, σημειώνεται ακόμα οτι
α) σε μια καπιταλιστική κοινωνία, μια τέτοια επιχείρηση είναι πάντα πόλεμος. Η ανώδυνη διότι ομολογημένη από τους επιτιθέμενους διαπίστωση, είναι ωστόσο απαρέγκλιτος όρος κατανόησης της συγκυρίας.
β) τα εργαλεία/μέτρα ορίζουν μια ροή και αποκτούν τη σημασία τους μόνον αν θεωρηθεί ο γενικός σκοπός τους. Η ροή ξεκίνησε με την έναρξη της επιχείρησης και προφανώς δε θα σταματήσει πριν το τέλος της.
γ) ο,τι αναγνωρίζεται ως μέτρο, αποφάσεις, διατάγματα και νόμοι, είναι μόνο μια όψη του πολέμου, για τον οποίον θα «χρειαστεί ο,τι χρειαστεί»: αλλαγή του πολιτικού συστήματος κυριαρχίας,  βιοπολιτικές μεταλλάξεις, ανατροπή των συσχετισμών δύναμης μεταξύ των διαφόρων μερίδων του κεφάλαιου, τακτικές αναθεωρήσεις προτεραιοτήτων, όλα αυτά σε δυναμικό συντονισμό με την εξέλιξη του ίδιου του πολέμου.
δ) η ελληνική περιπέτεια ούτε εξελίσσεται σε παγκόσμιο κενό ούτε πολύ περισσότερο επιδρά μονομερώς στην παγκόσμια συγκυρία. Αποτελεί καταφανώς μέρος ενός συνολικού πολέμου, με περιφερειακούς και τοπικούς καθορισμούς. Η «επιχειρησιακή λογική» στην Ελλάδα θέλει πράγματι να αποσυμπλέξει τους δεσμούς σε φάση ανάσχεσης της επίδρασης των ελληνικών πραγμάτων στη διεθνή οικονομία/πολιτική, φάση κλιμάκωσης και νέα φάση διεθνούς επίδρασης, αυτή τη φορά ως αξιοποίηση των τοπικών επιτευγμάτων. Ωστόσο, τίποτα το στρατηγικά ουσιώδες δεν υπάρχει καν σε αυτή τη βούληση· είναι γνωστό και αποδεκτό οτι τα γεγονότα θα καθορίσουν τις φάσεις και αυτό δεν είναι κρίσιμο για τους επιτιθέμενους.

Οι παραπάνω γενικότητες μας εισάγουν σε άλλες, πιό στοχευμένες και πιό ουσιώδεις. Αν αυτό που συμβαίνει είναι πόλεμος, αν αυτό που ονοματίσθηκε είναι ο σκοπός του, ποιές είναι οι δρώσες δυνάμεις, ποιά τα πεδία, ποιά τα καθήκοντα της κάθε πλευράς;
Παρόλο που και τούτα είναι γενικά γνωστά, είναι απαραίτητο να τα ξαναεπι-σκέπτεται κανείς, όχι για τον κίνδυνο απώλειας μνήμης μέσα στην παραζάλη των μαχών, όσο γιατί η γνώση των αλλαγών των μορφών και των χαρακτηριστικών, στο βαθμό που μπορούν να γίνουν αντιληπτές, προσθέτουν ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα.
Από τη μια λοιπόν, είναι το κεφάλαιο· η «Φρανκφούρτη» της ΕΚΤ  μπορεί να αποτελέσει μια παιδαγωγικής χρησιμότητας καρικατούρα.  Από την άλλη, η βιοπολιτική της ζωντανής εργασίας.
Η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις δύο δυνάμεις αναδεικνύεται με διαφορετικό τρόπο τουλάχιστο σε κάθε θεώρηση που αναφέρεται με οποιονδήποτε τρόπο στη μαρξιστική παράδοση. Σταχυολογούμε από αυτήν, χωρίς καμμία αξίωση εμβάθυνσης/συγκεκριμενοποίησης:

-Το κεφάλαιο ακριβώς επειδή είναι απρόσωπο, ακριβώς επειδή είναι σχέση, αποτελεί δύναμη μέσω των νόμων κίνησής του, της λογικής του. Κάθε αλλαγή στην κοινωνική πραγματικότητα που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του, εκφράζεται ως αδήρητη, φυσική αναγκαιότητα. Κάθε αλλαγή που εμφανίζεται να την εμποδίζει, εμφανίζεται εξίσου ως βία στην πραγματικότητα. Αυτή είναι η λογική στέρεα βάση πάνω στην οποία στηρίζονται τα εργαλειακά διλήμματα (οι εκβιασμοί) που θέτει κάθε φορά η εξουσία. Ο βαθμός στον οποίον αυτά ενίοτε φαίνονται πλαστά, αντανακλά είτε γενικά την ανεπαρκή ανίχνευση αυτής της λογικής είτε τον κλονισμό του συστήματος εξουσίας του, χωρίς να παραβλέπει κανείς οτι μπορεί κάποτε να διατυπώνονται σε αδύναμη μορφή για λόγους τακτικής.
Το κεφάλαιο ως σχέση είναι ταυτόχρονα και τάξη (order), καθεστώς. Η τάξη αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από τη συγκεκριμένη οργάνωση της κοινωνίας σε δύο βασικές τάξεις (classes), εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, που επικαθορίζει και συγκροτεί τα μη αναγώγιμης πολυπλοκότητας μοτίβα του κοινωνικού μόρφωματος: διαστρωματώσεις, ομάδες και συλλογικότητες. Ταυτόχρονα επίσης ο καπιταλισμός υπάρχει μόνο στη μορφή που τον έφερε και τον φέρνει το σύνολο της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας - ως το αναγνωρίσιμο τοπίο των εθνικών και διεθνών οντοτήτων στη διαρκή τους κίνηση.
Η φλυαρία αυτή είναι νομίζω υπεραρκετή για να φτάσουμε στο μόνο σημείο που θέλουμε να θίξουμε: οι στόχοι  του κεφάλαιου σε αυτόν τον πόλεμο, όπως διατυπώνονται σε αποφάσεις της εξουσίας, όπως εκλαϊκεύονται από τους μηχανισμούς πειθαναγκασμού, όπως ομολογούνται και συνοψίζονται από τους οργανικούς διανοούμενους της άρχουσας τάξης, υπάγονται στην εξής αντίφαση: από τη μια οι στόχοι νοηματοδοτούνται από την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος αναπαραγωγής του καθεστώτος. Από την άλλη, ο μοναδικός τρόπος συναρμογής του γενικού συμφέροντος είναι αυτός της ισορροπίας που προκύπτει από την ίδια προσπάθεια ικανοποίησης των επιμέρους συμφέροντων, που εκ κατασκευής αλληλο-αντιμάχονται. Εδώ το γενικό δεν ανευρίσκεται αυτόματα στο ειδικό, αλλά καταρχήν υπονομεύεται από αυτό και μόνο εκ των υστέρων και διαμεσολαβημένα από τους μηχανισμούς της εξουσίας τιθασεύεται και ενσωματώνεται σε αυτό.  
Η ένταση αυτή είναι όσο πιό έντονη όσο και η κρίση. Η ένταση αυτή είναι όσο πιό μικρή όσο μεγαλύτερος ο βαθμός ισχύος του κάθε ξεχωριστού ειδικού συμφέροντος.   Στο επίπεδο των διατυπώσεων, η αντίθεση αυτή εισάγει μια άλλη: όσο πιό γενική και βαθειά είναι η προσπάθεια συμπερίληψης του γενικού συμφέροντος του καπιταλισμού σε μια ανάλυση, μια πρόταση, μια θεωρία, τόσο περισσότερο αυτή καταντάει να μοιάζει με τις προφητείες της Κασσάνδρας. Θεωρούμε ως ακρότατο τέτοιο παράδειγμα τις πρόσφατες παρεμβάσεις του Jürgen Habermas, του σοσιαλδημοκράτη κληρονόμου της σχολής της Φρανκφούρτης, που φοβάται οτι η σημερινή κρίση στην ΕΕ θα καταλήξει στην έλευση μιας «μεταδημοκρατικής εποχής», στην αναίρεση της αστικής δημοκρατίας όχι μόνο όπως λειτουργεί, αλλά και όπως έχει επαγγελθεί, προς ένα μετα- (post-) δημοκρατικό καθεστώς.

-Ο πόλεμος που διεξάγει η εξουσία για το κεφάλαιο, είναι ενάντια στη ζωντανή εργασία. Δεν είναι εδώ ο τόπος να σταθούμε στη λεπτή εννοιολόγησή της, στη λεπτομερή φαινομενολογική περιγραφή της συγκρότησής της, στην έκφανση της βούλησής της ως πολιτική συνείδηση, στις ιδιαιτερότητές της στην Ελλάδα - είναι βέβαια πάντα απαραίτητο να επιστρέφει κάθε άνθρωπος που βλέπει γενικώς έτσι την κατάσταση, ως πόλεμο δηλαδή, και που τοποθετεί τον εαυτό του στην πλευρά αυτή, στα παραπάνω ζητήματα όπως αναδεικνύονται στη δράση.  Θα περιοριστούμε στο να επισημάνουμε εδώ την ποιοτική διαφορά των στόχων των δεχόμενων την επίθεση, από αυτούς των επιτιθέμενων. Η πρώτη είναι προφανής: η εργασία έχει εξουσία· τόση όση απαιτείται για να εξουσιασθεί. Συμμετέχει στη διοίκηση· τόσο όσο απαιτείται για να διοικηθεί κτλ. Τα συμφέροντα της εργασίας, όταν και όπως διατυπωθούν από ένα πολιτικό υποκείμενο, δεν μπορούν να συγκροτήσουν στόχους παρά μόνο μέσα από τη διαδικασία αναγνώρισής τους από αυτήν - διαδικασία που από την άλλη ανήκει στα βασικά πεδία του πολέμου ενάντιά της. Η ζωντανή εργασία είναι τάξη (order) μόνο μέσα στην υπαγωγή της στην τάξη του κεφάλαιου, όταν δηλαδή αναπαράγει τον εαυτό της. Εκεί ακριβώς είναι και ως τάξη (class).  Υπάρχει λοιπόν άλλη μια αντίφαση ανάμεσα στο γενικό συμφέρον και την οποιαδήποτε διατύπωσή του σε στόχους της ζωντανής εργασίας: το γενικό συμφέρον είναι εδώ η κατάργηση της τάξης της ίδιας, ενώ ο στόχος αποβλέπει στην κατίσχυσή της. Αυτός είναι και ο λόγος που το γενικό συμφέρον δεν μπορεί να προκύψει (s'actualiser) ως σημείο ισορροπίας επιμέρους συμφερόντων, όπως στην πλευρά του κεφάλαιου, αλλά ως αποτέλεσμα της άρσης της αντίφασης μεταξύ (οιονεἰ) γενικού συμφέροντος και στόχου. Αυτή είναι και η ιστορική-προγραμματική αποστολή κάθε πολιτικού σχηματισμού που μιλά από τη σκοπιά της ζωντανής εργασίας,  αποστολή που έχει περιγραφθεί στο πολιτικό πεδίο ως ηγεμονία.  Εδώ εμφανίζεται για τρίτη φορά το όνομα της μοιραίας πόλης: η ριζοσπαστική εκδοχή της θεωρίας των στοχαστών της Φρανκφούρτης, αρνείται γενικά μια τέτοια δυνατότητα. Εμμένει και θεωρητικοποιεί τη θραυσματική θεώρηση της πραγματικότητας του κοινωνικού πολέμου, είτε ως παραδοχή του αδιεξόδου εκφοράς κάθε λόγου που δεν είναι αρνητικός, είτε με την αναγνώριση της «ολογραφικής» φύσης της μερικής, ατομικής συνείδησης, που περικλείει λοιπόν ατόφιο τον πλούτο του γενικού, παραπέμποντας στη μοναδολογία του Leibniz.

Πέρα από τη συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες, πέρα από την αγωνία για τις πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα, πέρα από τους προσωπικούς φόβους και προβλήματα της βιοπάλης, καλό είναι να μη σταματάει κανείς «συνειδητοποιημένος», όπως λέγαμε παλιά, ούτε την κριτική ούτε την ενασχόληση με τα ζητήματα που συνδέονται με ο,τι κωδικοποιήθηκε παραπάνω στις τρεις αναφορές στη Φρανκφούρτη. 
Αυτή η υπόμνηση ήταν και ο σκοπός σύνταξης αυτού του ανιαρού σημειώματος.