Από εκλεκτό φίλο και γνώστη "από τα μέσα" των πραγμάτων στην έρευνα, λάβαμε και δημοσιεύουμε το παρακάτω σημείωμα. Αναγνωρίζοντας τα πάμπολλα κοινά σημεία με την κατάσταση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αρχής γενομένης από τη Γαλλία, η ανάλυση μας προκαλεί ιδιαίτερη μελαγχολία για τους αρκετούς ακόμα αφελείς και τη χαζοχαρούμενη πολιτική άποψη που ψάχνει να βρει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον πόλο αναφοράς για την κοινωνική πρόοδο στη χώρα μας.Ψηφίζεται μάλλον σήμερα (26/2)
νέος νόμος για την έρευνα και την τεχνολογία, παρά τις
αντιδράσεις των συνδικαλιστικών φορέων πανεπιστημιακών και ερευνητών. Τι καινούργιο φέρνει; Δύο ουσιαστικά πράγματα και ένα τεχνικό. Το τελευταίο είναι το στήσιμο ενός απίστευτα γραφειοκρατικού μηχανισμού με συμβούλια, προέδρους, αντιπροέδρους, διευθυντές κλπ. κομμάτι του οποίου είναι η δημιουργία του Εθνικού Οργανισμού Έρευνας Τεχνολογίας (ΕΟΕΤ) ο οποίος, κυρίως, θα διαχειρίζεται τα εθνικά προγράμματα έρευνας. Η θεσμοθέτησή τους, αν και χωρίς δέσμευση για το ύψος της χρηματοδότησης, είναι το ένα από τα δύο ουσιαστικά νέα που φέρνει το νομοσχέδιο. Για πρώτη φορά προβλέπεται να χρηματοδοτηθούν «ερευνητικά» προγράμματα από εθνικούς πόρους (τα εισαγωγικά θα εξηγηθούν παρακάτω).
Το δεύτερο ουσιαστικό νέο είναι η θεσμοθετημένη εμπλοκή των επιχειρήσεων στο σχεδιασμό και τη διαχείριση της ερευνητικής πολιτικής στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το, επίσης νέο, Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας που εισηγείται την ερευνητική πολιτική στη Διυπουργική Επιτροπή, η οποία και αποφασίζει, αποτελείται από 8 επιστήμονες που προέρχονται από ερευνητικά ιδρύματα, τον πρόεδρο του ΕΟΕΤ, ένα εκπρόσωπο του δημοσίου και 5 στελέχη από τον ιδιωτικό τομέα. Το ΕΣΕΤ συγκροτείται από τη Διυπουργική Επιτροπή που επιλέγει τους 13 (πλην του προέδρου του ΕΟΕΤ και του εκπροσώπου του δημοσίου) μεταξύ 26 υποψηφίων τους οποίους έχει προεπιλέξει μια επιτροπή που αποτελείται από: τον πρόεδρο (ή εκπρόσωπο) της Ακαδημίας Αθηνών), ένα διακεκριμένο επιστήμονα ,τον προεδρεύοντα (ή εκπρόσωπο) της συνόδου των πρυτάνεων, τον προεδρεύοντα (ή εκπρόσωπο) της συνόδου των προέδρων των ερευνητικών κέντρων (θεσμοθετείται τώρα) και τον πρόεδρο (ή εκπρόσωπο) του ΣΕΒ. Η ίδια διαδικασία με την ίδια επιτροπή ακολουθείται και για το ΔΣ του ΕΟΕΤ, το οποίο έχει 5 μέλη εκ των οποίων 1 από τον ιδιωτικό τομέα. Αντίστοιχα παραδείγματα άμεσης εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα στη χάραξη και τη διαχείριση της ερευνητικής πολιτικής υπάρχουν και σε άλλα σημεία αλλά αυτά μάλλον επαρκούν για να δει κανείς το πνεύμα του νομοσχεδίου.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι προς τι; Το ελληνικό κεφάλαιο (που κατά πλειοψηφία των μετοχών έχει προ πολλού πάψει να είναι ελληνικό) δεν διακρίνεται για τη σπουδή του να αξιοποιήσει ερευνητικά αποτελέσματα,
όπως ορθά επισημαίνει και η πρυτανεία του ΕΜΠ. Η έρευνα είναι σχεδόν άγνωστη λέξη. Η ανάπτυξη όμως ή όπως την ονομάζει το νομοσχέδιο «τεχνολογική έρευνα»; Νομίζω ότι εδώ βρίσκεται η απάντηση του ερωτήματος. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν αναλαμβάνουν όχι μόνο το κόστος της έρευνας αλλά ούτε καν το κόστος της ανάπτυξης, δηλαδή την ενσωμάτωση της υφιστάμενης γνώσης σε ένα προϊόν που έχει αξία χρήσης. Εάν όμως το κόστος το αναλάμβανε συνολικά η κοινωνία μέσω του προϋπολογισμού τότε θα ήταν διατεθειμένες να κυκλοφορήσουν το νέο προϊόν στην αγορά απολαμβάνοντας τα κέρδη χωρίς να έχουν αναλάβει το κόστος της ανάπτυξης. Αν τα πράγματα είναι έτσι θα πρέπει να μιλάμε μάλλον για προγράμματα «ανάπτυξης» και όχι έρευνας γι αυτό και τα εισαγωγικά της πρώτης παραγράφου.