Θεωρία
Οι πρώτες στήλες «ιατρικών συμβουλών» που θυμάμαι, υπήρχαν ήδη στον ημερήσιο Τύπο στη δεκαετία του ’70 – μαζί με μια εκπομπή στην (κρατική τότε) τηλεόραση. Τα θέματα παρουσιάζονταν από γιατρούς, και η μόνιμη κατακλείδα των άρθρων και των μονολόγων ήταν «απευθυνθείτε στο γιατρό σας», ή «για το σχετικό πρόβλημα, είναι απαραίτητο να συμβουλευτείτε έναν ειδικό».
Οι πρώτες στήλες «ιατρικών συμβουλών» που θυμάμαι, υπήρχαν ήδη στον ημερήσιο Τύπο στη δεκαετία του ’70 – μαζί με μια εκπομπή στην (κρατική τότε) τηλεόραση. Τα θέματα παρουσιάζονταν από γιατρούς, και η μόνιμη κατακλείδα των άρθρων και των μονολόγων ήταν «απευθυνθείτε στο γιατρό σας», ή «για το σχετικό πρόβλημα, είναι απαραίτητο να συμβουλευτείτε έναν ειδικό».
Στην πορεία, καθώς γερνάμε ως έθνος, ανεβαίνει – τουλάχιστο φαινομενικά – το επίπεδο διαβίωσης, και ενθαρρύνεται παντιοτρόπως η ιδιώτευση των συμπολιτών μας, οι στήλες έγιναν σελίδες, ένθετα και προσφορές βιβλίων ιατρικής εκλαΐκευσης, η γραφική εκπομπή εξελίχθηκε σε διάφορες χλιδάτες παραγωγές (χωρίς να ξεχνάμε και τη διείσδυση της θεματολογίας από τα διάφορα «παράθυρα») και τα πάλαι ποτε «ιατρικά θέματα» περιβλήθηκαν με μυριάδες άλλα ζητήματα ευεξίας, ομορφιάς, φυσικής επίδοσης και λάιφστάιλ.
Ωστόσο εκείνο το ντροπαλό «ρωτήστε ένα γιατρό» επιβίωσε ως φύλλο συκής στο σχετικό discours, σε μια χώρα με όλο και περισσότερους γιατρούς και με πάντα έντονο το χούι όλων των αυτοχθόνων να εκφέρουν γνώμη επί παντός του ιατρικώς επιστητού.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ήρθε και το ίντερνετ. Που έδωσε άλλα μέσα στο εθνικό μας χούι, με φόρα ομοιοπαθών, πύλες που υποστηρίζονται διακριτικά ή απροκάλυπτα από φαρμακευτικές εταιρείες, και γενικά υπεράφθονη πληροφόρηση για θέματα υγείας, η αξιοπιστία και η relevance της οποίας εξαρτάται παραδόξως από αυτόν που τη χρειάζεται (αυτός που μπορεί να την κρίνει, είναι ο ήδη γνώστης).
Κάτι όμως η χαμηλή διάδοση του ίντερνετ, ιδιαίτερα στα στρώματα του πληθυσμού με περισσότερα προβλήματα υγείας (ηλικιωμένοι), κάτι η γενική άνοδος του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού, κάτι η βελτίωση της προσφοράς ιατρικών υπηρεσιών και των διαγνωστικών μέσων, κάνουν τη συμπεριφορά αυτή της «αυτοδιάγνωσης» να υποχωρεί αισθητά σε σχέση με παλαιότερες εποχές. Ο έλληνας σήμερα απευθύνεται σε γιατρό πιό εύκολα, κάνει λιγότερο οτι τα ξέρει όλα, είναι πιό υπάκουος στην τήρηση των όρων θεραπείας, αν το πρόβλημά του είναι σοβαρό και επείγον ζητά μια δεύτερη, ή και μια τρίτη γνώμη ειδικού. Με όλα αυτά, παρά τις ελλείψεις ή/και την απίστευτη κακοδιαχείριση της δημόσιας υποδομής υγείας, παρά την ανθυγειινή διαβίωση (μόλυνση των πόλεων, κάπνισμα, κακή διατροφή, απουσία άσκησης, στρες), παρά τη διαφθορά (φακελλάκια, γιατροί-πλασιέ φαρμακευτικών εταιρειών, γιατροί άσχετοι ή αδιάφοροι, γραφειοκρατία) παρά την ακρίβεια (μέσω του πειθαναγκασμού ή της υποχρέωσης να καταφεύγει ο ασθενής στον ιδιωτικό τομέα), η υγεία των ελλήνων συνολικά δε χειροτερεύει, αλλά αντιθέτως, βελτιώνεται τα τελευταία χρόνια.
Κάθε πολιτική βούληση βελτίωσης της υγείας του πληθυσμού θα έπρεπε λοιπόν να λαμβάνει θετικά υπόψη την πρόοδο που σημειώνεται, την πληρέστερη χρήση των υπηρεσιών περίθαλψης, την υποχώρηση της αρχαϊκής νοοτροπίας να παριστάνει ο καθείς το γιατρό, για να επιτεθεί στα πάμπολλα κακώς κείμενα, με στόχο τη διασφάλιση του ανθρώπινου δικαιώματος που βρίσκεται στα θεμέλια όλων των άλλων, του δικαιώματος στην (με υγεία) ζωή.
Φαίνονται αυτονόητα τα παραπάνω; Ε, δεν είναι... Ένα εντυπωσιακό συνοθύλευμα από φαρμακευτικές εταιρείες, ασφαλιστικούς οργανισμούς, και αρρωστημένους οπαδούς των με κάθε μέσο περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, καλούν το «ελληνικό δαιμόνιο» να διαπρέψει, αυτή τη φορά πανευρωπαϊκά. Το παρακάνουν, λένε, οι ευρωπαίοι με το σύστημα υγείας. Κάθε λίγο και λιγάκι στο γιατρό για ψύλλου πήδημα. Ενώ το 40% των ραντεβού θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αφού είναι για αιτίες που οι ίδιοι οι ασθενείς είχαν διαγνώσει στους εαυτούς τους. Αφού πάνε μόνο για τη συνταγή, γιατί να μη θέσουμε περισσότερα φάρμακα στο ελεύθερο εμπόριο ώστε να μπορούν να τ’αγοράσουν απευθείας, χωρίς ιατρική συμβουλή; Γιατί να μην εξαιρέσουμε από τη χρηματοδότηση τα πρώτα 100 ας πούμε ευρώ δαπανών σε φάρμακα/γιατρούς ανά έτος; Κι έπειτα, οι καλομαθημένοι, ζητούν κατευθείαν σπεσιαλίστες ή παρουσιάζονται απευθείας στα νοσοκομεία. Μα τις περισσότερες φορές, ένας γενικός γιατρός είναι αρκετός. Γιατί να μην τους υποχρεώσουμε (με οικονομικά μέτρα) να πηγαίνουν πρώτα στο γενικό γιατρό; Με τέτοια μέτρα θα αποθαρρύνουμε τις «ανεύθυνες» συμπεριφορές υπερβολικής χρήσης των υπηρεσιών υγείας, και θα αποφορτίσουμε το σύστημα υγείας, εξοικονομώντας χρήματα.
Εφαρμογή
Ο γράφων πρέπει να θεωρείται πρότυπο υποκείμενο μιας τέτοιας πολιτικής – ως πιστός εκπρόσωπος/φορέας του «ελληνικού ιδιώματος» που κοροϊδεύει παραπάνω.
Ειλικρινά, δε θυμάμαι την (προ-)τελευταία φορά που επισκέφθηκα γιατρό – εννοώ για πρόβλημα υγείας, όχι για ούζα στο σπίτι ή στα μπαρ και τις ταβέρνες. Πρέπει να ήταν για κάποια αμυγδαλίτιδα στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Τα χρόνια περνούσαν από τότε με τις κλασσικές (μια ή δύο) ιώσεις του χειμώνα, καμμιά ηλίαση το καλοκαίρι. Το φαρμακείο μου περιείχε οινόπνευμα, «κόκκινο», βικς, λευκοπλαστ και ασπιρίνες μη αναβράζουσες, ενώ μια φορά που χτύπησε το ανήψι μου εισέπραξα τη γενική χλεύη, καθώς έψαχνα για... σουλφαμιδόσκονη (που απ’ο,τι μου εξήγησαν αργότερα, είναι ελαφρώς ντεμοντέ...)
Πριν από δέκα μέρες λοιπόν, ένιωσα ένα κάψιμο στον δεξιό πήχη. Στην αρχή υπέθεσα οτι κάηκα από τον ατμό της κατσαρόλας, σύντομα όμως είχα μια πληρέστερη διάγνωση: είναι η γνωστή τενοντίτιδα, από το ποντίκι του υπολογιστή. Μου συνέστησα επάλειψη με βικς, μασάζ και βολικές «πόζες» στο κρεβάτι. Χρειάστηκαν τρεις μέρες για να μετατραπεί η «τενοντίτιδα» σε μια διάχυτη αίσθηση εγκαύματος, με τα πρώτα σπυράκια να κάνουν την εμφάνισή τους στον αντίχειρα και τον παράμεσο. «Τι διάολο κόλλησα;» αναρωτήθηκα, και πέρασα το ποντίκι με οινόπνευμα. «Αν χειροτερέψει, θα πάω στο γιατρό».
Και όντως, χειροτέρεψε. Δευτέρα πρωί μια αποκρουστική ροζ συστάδα από φλύκταινες διακοσμούσε τον καρπό μου. «Πανάγο, γουι χεβ α πρόμπλεμ», λέω του γιατρού στο τηλέφωνο. «Έχω βγάλει έρπη» - ήταν η νέα μου διάγνωση. «Έλα τώρα αμέσως», απαντάει ο γιατρός. «Άργησες ένα τριήμερο», μου είπε από κοντά, «έχεις έρπη ζωστήρα που βγαίνει δεν ξέρουμε ακριβώς πότε, συνήθως όποτε είσαι ΄πεσμένος’ και εφόσον έχεις περάσει ανεμοβλογιά μικρός. Θα πλακωθείς στα αντιιικά (!) για μια βδομάδα και θα υποχωρήσει. Αλλά μπορεί να σου φέρουν ύπνο. Πάρε και κάτι για τους πόνους. Θα πάρει πάντως βδομάδες να εξαφανιστεί. Έπρεπε να είχες έρθει νωρίτερα, δεν το προλάβαμε».
Κι έτσι κι έγινε, υποχώρησε η λέπρα, αλλά κοιμόμουν δεκαπέντε ώρες τη μέρα.
Είμαι καλύτερα τώρα, έχοντας πάρει και το μάθημά μου – που θα έτριβα ευχαρίστως στα μούτρα των ιθυνόντων της automedication και της διάλυσης, με κάθε μέσον, του συστήματος περίθαλψης. Με μερικά πράγματα δεν παίζουν.
Ο γράφων πρέπει να θεωρείται πρότυπο υποκείμενο μιας τέτοιας πολιτικής – ως πιστός εκπρόσωπος/φορέας του «ελληνικού ιδιώματος» που κοροϊδεύει παραπάνω.
Ειλικρινά, δε θυμάμαι την (προ-)τελευταία φορά που επισκέφθηκα γιατρό – εννοώ για πρόβλημα υγείας, όχι για ούζα στο σπίτι ή στα μπαρ και τις ταβέρνες. Πρέπει να ήταν για κάποια αμυγδαλίτιδα στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Τα χρόνια περνούσαν από τότε με τις κλασσικές (μια ή δύο) ιώσεις του χειμώνα, καμμιά ηλίαση το καλοκαίρι. Το φαρμακείο μου περιείχε οινόπνευμα, «κόκκινο», βικς, λευκοπλαστ και ασπιρίνες μη αναβράζουσες, ενώ μια φορά που χτύπησε το ανήψι μου εισέπραξα τη γενική χλεύη, καθώς έψαχνα για... σουλφαμιδόσκονη (που απ’ο,τι μου εξήγησαν αργότερα, είναι ελαφρώς ντεμοντέ...)
Πριν από δέκα μέρες λοιπόν, ένιωσα ένα κάψιμο στον δεξιό πήχη. Στην αρχή υπέθεσα οτι κάηκα από τον ατμό της κατσαρόλας, σύντομα όμως είχα μια πληρέστερη διάγνωση: είναι η γνωστή τενοντίτιδα, από το ποντίκι του υπολογιστή. Μου συνέστησα επάλειψη με βικς, μασάζ και βολικές «πόζες» στο κρεβάτι. Χρειάστηκαν τρεις μέρες για να μετατραπεί η «τενοντίτιδα» σε μια διάχυτη αίσθηση εγκαύματος, με τα πρώτα σπυράκια να κάνουν την εμφάνισή τους στον αντίχειρα και τον παράμεσο. «Τι διάολο κόλλησα;» αναρωτήθηκα, και πέρασα το ποντίκι με οινόπνευμα. «Αν χειροτερέψει, θα πάω στο γιατρό».
Και όντως, χειροτέρεψε. Δευτέρα πρωί μια αποκρουστική ροζ συστάδα από φλύκταινες διακοσμούσε τον καρπό μου. «Πανάγο, γουι χεβ α πρόμπλεμ», λέω του γιατρού στο τηλέφωνο. «Έχω βγάλει έρπη» - ήταν η νέα μου διάγνωση. «Έλα τώρα αμέσως», απαντάει ο γιατρός. «Άργησες ένα τριήμερο», μου είπε από κοντά, «έχεις έρπη ζωστήρα που βγαίνει δεν ξέρουμε ακριβώς πότε, συνήθως όποτε είσαι ΄πεσμένος’ και εφόσον έχεις περάσει ανεμοβλογιά μικρός. Θα πλακωθείς στα αντιιικά (!) για μια βδομάδα και θα υποχωρήσει. Αλλά μπορεί να σου φέρουν ύπνο. Πάρε και κάτι για τους πόνους. Θα πάρει πάντως βδομάδες να εξαφανιστεί. Έπρεπε να είχες έρθει νωρίτερα, δεν το προλάβαμε».
Κι έτσι κι έγινε, υποχώρησε η λέπρα, αλλά κοιμόμουν δεκαπέντε ώρες τη μέρα.
Είμαι καλύτερα τώρα, έχοντας πάρει και το μάθημά μου – που θα έτριβα ευχαρίστως στα μούτρα των ιθυνόντων της automedication και της διάλυσης, με κάθε μέσον, του συστήματος περίθαλψης. Με μερικά πράγματα δεν παίζουν.